

Mit·spie·ler(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Mitspieler ΑΘΛ (Mannschaftskamerad):
- Mitspieler(in)
-
2. Mitspieler ΘΈΑΤ (zusammen auftretender Schauspieler):
3. Mitspieler (jd, der mitspielt):
4. Mitspieler ΓΛΩΣΣ:
- Mitspieler(in)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.