στο λεξικό PONS
Cou·pon·an·lei·he ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ren·ten·an·lei·he <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Prä·mi·en·an·lei·he <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ak·ti·en·an·lei·he ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Ra·ten·an·lei·he <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
An·lei·he·kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
An·lei·he·be·wer·tung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
An·lei·he·art ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kom·mu·nal·an·lei·he <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ABS-Anleihen ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Nullkupon-Anleihen-Entbündelung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
EU-Staatsanleihe ΟΥΣ θηλ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kotieren
- kotierte Wertpapiere
- Kotierung
- Kotierungsreglement
- Ko-Trainer
- Kouponanleihen
- kovalent
- Kovarianz
- KP
- KPD
- KPdSU