στο λεξικό PONS
Ein·spa·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Einsparung (das Einsparen):
2. Einsparung (Kürzung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Einsparung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Einsparung (Sparmaßnahme, Kostensenkung)
-
Einsparung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Einsparung (eingesparter Beitrag)
- savings πλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- die Einsparung von Rohstoffen/Strom