στο λεξικό PONS
Wür·den·träg·er(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) τυπικ
Ver·dienst·or·den ΟΥΣ αρσ
Bak·te·ri·en·trä·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΙΑΤΡ
Bril·len·trä·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-  Brillenträger(in)
 -  
 
Fah·nen·trä·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-  Fahnenträger(in)
 -  
 
Kra·wat·ten·trä·ger(in) <-s, -e; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ge·fah·ren·trä·ger (-trä·ge·rin) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
-  Gefahrenträger (-trä·ge·rin)
 -  
 
Quo·ten·trä·ger (-trä·ge·rin) <-s, -> ΟΥΣ αρσ (θηλ)
-  Quotenträger (-trä·ge·rin)
 -  
 
Rah·men·trä·ger ΟΥΣ αρσ ΑΥΤΟΚ
Be·den·ken·trä·ge·rei <-, -en> [bədɛŋkn̩trɛ:gəˈrai] ΟΥΣ θηλ μειωτ οικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Gefahrenträger ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Stahlbetonträger
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.