στο λεξικό PONS
Aus·lö·sung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Auslösung:
- Auslösung ΤΕΧΝΟΛ
-
- Auslösung ΦΩΤΟΓΡ
-
2. Auslösung (Ursache):
3. Auslösung (Einlösung):
-
- versehentliche Auslösung
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.