στο λεξικό PONS
Ein·kaufs·preis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
Net·to·ein·kaufs·preis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Ver·kaufs·preis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
Vor·kaufs·preis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Wie·der·ver·kaufs·preis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
End·ver·kaufs·preis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Auf·kaufs·prei·se ΟΥΣ πλ ΟΙΚΟΝ
Ein·kaufs·pro·fil <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ
An·kaufs·kurs <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Ankaufskurs einer Aktie
-
An·kaufs·recht <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ, ΕΜΠΌΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Verkaufspreis ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Ankaufskurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Verkaufsprospekt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Verkaufsprovision ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Anis
- Anislikör
- anisotrop
- Anisschnaps
- Ank.
- Ankaufspreis
- Ankaufsrecht
- ankehrig
- Anken
- Anker
- Ankerbolzen