entendement [ɑ͂tɑ͂dmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
- entendement a. ΦΙΛΟΣ
- Verstand αρσ
ιδιωτισμοί:
sentence [sɑ͂tɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
1. sentence ΝΟΜ:
2. sentence (adage):
-
- Sinnspruch αρσ
-
- Denkspruch αρσ
sentiment [sɑ͂timɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. sentiment:
3. sentiment (conscience):
4. sentiment (impression):
5. sentiment πλ (formule de politesse):
6. sentiment πλ (tendance):
ιδιωτισμοί:
sentencieux (-euse) [sɑ͂tɑ͂sjø, -jøz] ΕΠΊΘ
-
- sentenziös τυπικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.