sainement [sɛnmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
- sainement juger, réagir
-
I. saint(e) [sɛ͂, sɛ͂t] ΕΠΊΘ
1. saint:
II. saint(e) [sɛ͂, sɛ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
III. saint(e) [sɛ͂, sɛ͂t]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.