nouveau (nouvelle) <plur nouveaux, nouvelles> [nuvo, nuvɛl] ΕΠΊΘ πρόθεμα; αρσ ενικ "nouvel" devant voyelle et h muet
2. nouveau πρόθεμα (répété):
3. nouveau πρόθεμα (de fraîche date):
I. nouveau-né(e) <nouveau-nés> [nuvone] ΕΠΊΘ
- nouveau-né(e)
-
II. nouveau-né(e) <nouveau-nés> [nuvone] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- nouveau-né(e)
-
nouveau promu αρσ
- nouveau promu
- Aufsteiger αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.