Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
vestige [vɛstiʒ] ΟΥΣ αρσ
1. vestige (de construction, d'objet):
2. vestige (d'époque, de tradition):
- vestige
- vestige
- vestige (trace) (of civilization, faith, system)
- vestige αρσ
- vestige ΑΝΑΤ, ΖΩΟΛ
- vestige αρσ
-
- vestige αρσ
στο λεξικό PONS
vestige [vɛstiʒ] ΟΥΣ αρσ souvent πλ
- vestige
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.