Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
spécialiste [spesjalist] ΟΥΣ αρσ θηλ (tous contextes)
-
- spécialiste αρσ θηλ
- specialist advice, advisor, help
-
- specialist work
-
- physician βρετ
- spécialiste αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
spécialiste [spesjalist] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. spécialiste (expert):
2. spécialiste (technicien) a. ΙΑΤΡ:
- adresser qn à un spécialiste
-
spécialiste [spesjalist] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. spécialiste (expert):
2. spécialiste (technicien) a. ΙΑΤΡ:
- adresser qn à un spécialiste
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- spatule
- spatulé
- spé
- speaker
- spécial
- spécialistes
- spécialité
- spécieusement
- spécieux
- spécification
- spécificité