Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
prioritaire [pʀijɔʀitɛʀ] ΕΠΊΘ
1. prioritaire dossier, projet:
-
- priority προσδιορ
2. prioritaire voiture, chauffeur:
στο λεξικό PONS
I. prioritaire [pʀijɔʀitɛʀ] ΕΠΊΘ
1. prioritaire (qui passe en premier):
I. prioritaire [pʀijɔʀitɛʀ] ΕΠΊΘ
1. prioritaire (qui passe en premier):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.