Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. grotesque [ɡʀɔtɛsk] ΕΠΊΘ
II. grotesque [ɡʀɔtɛsk] ΟΥΣ αρσ
1. grotesque (caractère risible):
III. grotesques ΟΥΣ θηλ πλ
grotesques θηλ πλ ΤΈΧΝΗ (motifs):
- grotesques
- grotesques
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.