Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
grotesque [βρετ ɡrə(ʊ)ˈtɛsk, αμερικ ɡroʊˈtɛsk] ΟΥΣ ΕΠΊΘ
- grotesque
- grotesque αρσ
-
- grotesque
-
- grotesque
- caricatural (caricaturale)
- (deliberately) grotesque
- grotesque idée, histoire
- ridiculous, grotesque
- grotesque ΤΈΧΝΗ, ΛΟΓΟΤ
- grotesque
-
- grotesque
στο λεξικό PONS
I. grotesque [grəʊˈtesk, αμερικ groʊ-] ΟΥΣ ΤΈΧΝΗ, ΛΟΓΟΤ
- grotesque
- grotesque αρσ
II. grotesque [grəʊˈtesk, αμερικ groʊ-] ΕΠΊΘ
- grotesque
- grotesque
- grotesque
- grotesque
- caricatural(e)
- grotesque
I. grotesque [groʊ·ˈtesk] ΟΥΣ ΤΈΧΝΗ, ΛΟΓΟΤ
- grotesque
- grotesque αρσ
II. grotesque [groʊ·ˈtesk] ΕΠΊΘ
- grotesque
- grotesque
- grotesque
- grotesque
- caricatural(e)
- grotesque
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.