Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
gouvernement|al (gouvernementale) <αρσ πλ gouvernementaux> [ɡuvɛʀnəmɑ̃tal, o] ΕΠΊΘ
1. gouvernemental (du gouvernement):
2. gouvernemental (au pouvoir):
3. gouvernemental (favorable au gouvernement):
στο λεξικό PONS
gouvernemental(e) <-aux> [guvɛʀnəmɑ̃tal, o] ΕΠΊΘ
gouvernemental(e) <-aux> [guvɛʀnəmɑ͂tal, -o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- gouttière
- gouvernable
- gouvernail
- gouvernance
- gouvernant
- gouvernementaux
- gouverner
- gouvernés
- gouverneur
- goy
- goyave