Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. embrasé (embrasée) [ɑ̃bʀaze] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
embrasé → embraser
II. embrasé (embrasée) [ɑ̃bʀaze] ΕΠΊΘ
I. embraser [ɑ̃bʀaze] ΡΉΜΑ μεταβ
II. s'embraser ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'embraser (prendre feu):
2. s'embraser μτφ pays, ville:
3. s'embraser (devenir illuminé):
4. s'embraser (s'emplir de passion):
I. embraser [ɑ̃bʀaze] ΡΉΜΑ μεταβ
II. s'embraser ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'embraser (prendre feu):
2. s'embraser μτφ pays, ville:
3. s'embraser (devenir illuminé):
4. s'embraser (s'emplir de passion):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.