Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
anorm|al (anormale) <αρσ πλ anormaux> [anɔʀmal, o] ΕΠΊΘ
1. anormal (inhabituel):
2. anormal (injuste):
στο λεξικό PONS
I. anormal(e) <-aux> [anɔʀmal, o] ΕΠΊΘ
II. anormal(e) <-aux> [anɔʀmal, o] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. anormal (déséquilibré):
2. anormal (enfant arriéré):
I. anormal(e) <-aux> [anɔʀmal, -o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.