Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
anormalement [anɔʀmalmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- anormalement
-
- abnormally high, low, slow, difficult
- anormalement
- unnaturally quiet, dark, low
- anormalement
στο λεξικό PONS
anormalement [anɔʀmalmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- anormalement
-
anormalement [anɔʀmalmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
- anormalement
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ânonnement
- ânonner
- anonymat
- anonyme
- anonymement
- anormalement
- anormalité
- anoxie
- anoxique
- ANPE
- anse