στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. multiple [βρετ ˈmʌltɪp(ə)l, αμερικ ˈməltəpəl] ΕΠΊΘ (in scientific language)
- multiple interests
-
multiple ownership [ˌmʌltɪplˈəʊnəʃɪp] ΟΥΣ
multiple risk [ˌmʌltɪplˈrɪsk] ΕΠΊΘ
multiple risk insurance, policy:
multiple personality [αμερικ ˈˌməltəpəl ˌpərsnˈælədi] ΟΥΣ ΨΥΧ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.