στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
lecturer [βρετ ˈlɛktʃ(ə)rə, αμερικ ˈlɛk(t)ʃərər] ΟΥΣ
1. lecturer (speaker):
2. lecturer βρετ ΠΑΝΕΠ:
- informative speaker, guide, lecturer
-
- conferenziere (conferenziera)
-
στο λεξικό PONS
lecturer [ˈlek·tʃɚ·ɚ] ΟΥΣ
- lecturer ΠΑΝΕΠ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.