στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. enamoured, enamored [βρετ ɪˈnaməd, αμερικ ɪˈnæmərd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
enamoured → enamour
II. enamoured, enamored [βρετ ɪˈnaməd, αμερικ ɪˈnæmərd] ΕΠΊΘ
enamour [βρετ ɪˈnamə, ɛˈnamə, αμερικ ɪˈnæmər, ɛˈnæmər] ΡΉΜΑ μεταβ
enamour [βρετ ɪˈnamə, ɛˈnamə, αμερικ ɪˈnæmər, ɛˈnæmər] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.