στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. disposable [βρετ dɪˈspəʊzəb(ə)l, αμερικ dəˈspoʊzəb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. disposable (throwaway):
- disposable lighter
-
- disposable nappy, plate, razor
-
2. disposable (available):
disposable load [dɪˌspəʊzəblˈləʊd] ΟΥΣ ΑΕΡΟ
-
- portata θηλ
disposable income [αμερικ dəˈspoʊzəbəl ˈɪnˌkəm, dəˈspoʊzəbəl ˈɪŋˌkəm] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
disposable [dɪs·ˈpoʊ·zə·bl] ΕΠΊΘ
disposable income ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.