στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. noble [βρετ ˈnəʊb(ə)l, αμερικ ˈnoʊbəl] ΕΠΊΘ
2. noble spirit, sentiment, character, act:
3. noble:
4. noble ΧΗΜ:
- noble
-
II. noble [βρετ ˈnəʊb(ə)l, αμερικ ˈnoʊbəl] ΟΥΣ
- noble
- nobile αρσ θηλ
στο λεξικό PONS


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.