Oxford Spanish Dictionary
I. worship [αμερικ ˈwərʃəp, βρετ ˈwəːʃɪp] ΟΥΣ
1.1. worship U:
1.2. worship U (veneration, admiration):
II. worship <worshiping worshiped αμερικ worshipping worshipped βρετ> [αμερικ ˈwərʃəp, βρετ ˈwəːʃɪp] ΡΉΜΑ μεταβ
III. worship <worshiping worshiped αμερικ worshipping worshipped βρετ> [αμερικ ˈwərʃəp, βρετ ˈwəːʃɪp] ΡΉΜΑ αμετάβ ΘΡΗΣΚ
I. hero worship [αμερικ ˈhiroʊ ˌwərʃəp, βρετ] ΟΥΣ U
στο λεξικό PONS
I. worship [ˈwɜ:ʃɪp, αμερικ ˈwɜ:r-] -pp-, Am: -p- -pp-, Am: -p- ΡΉΜΑ μεταβ
II. worship [ˈwɜ:ʃɪp, αμερικ ˈwɜ:r-] -pp-, Am: -p- -pp-, Am: -p- ΡΉΜΑ αμετάβ ΘΡΗΣΚ
III. worship [ˈwɜ:ʃɪp, αμερικ ˈwɜ:r-] -pp-, Am: -p- -pp-, Am: -p- ΟΥΣ χωρίς πλ
I. worship <-pp-, -p-> [ˈwɜr·ʃɪp] ΡΉΜΑ μεταβ
II. worship <-pp-, -p-> [ˈwɜr·ʃɪp] ΡΉΜΑ αμετάβ ΘΡΗΣΚ
| I | worship |
|---|---|
| you | worship |
| he/she/it | worships |
| we | worship |
| you | worship |
| they | worship |
| I | worshipped / αμερικ worshiped |
|---|---|
| you | worshipped / αμερικ worshiped |
| he/she/it | worshipped / αμερικ worshiped |
| we | worshipped / αμερικ worshiped |
| you | worshipped / αμερικ worshiped |
| they | worshipped / αμερικ worshiped |
| I | have | worshipped / αμερικ worshiped |
|---|---|---|
| you | have | worshipped / αμερικ worshiped |
| he/she/it | has | worshipped / αμερικ worshiped |
| we | have | worshipped / αμερικ worshiped |
| you | have | worshipped / αμερικ worshiped |
| they | have | worshipped / αμερικ worshiped |
| I | had | worshipped / αμερικ worshiped |
|---|---|---|
| you | had | worshipped / αμερικ worshiped |
| he/she/it | had | worshipped / αμερικ worshiped |
| we | had | worshipped / αμερικ worshiped |
| you | had | worshipped / αμερικ worshiped |
| they | had | worshipped / αμερικ worshiped |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- worryguts
- worrying
- worryingly
- worrywart
- worse
- worshipped
- worshipper
- worst
- worsted
- worth
- worthiness