Oxford Spanish Dictionary
ultimately [αμερικ ˈəltəmətli, βρετ ˈʌltɪmətli] ΕΠΊΡΡ
1. ultimately (finally):
στο λεξικό PONS
ultimately [ˈʌltɪmətli, αμερικ -t̬əmɪt-] ΕΠΊΡΡ
1. ultimately (in the end):
- ultimately
-
2. ultimately (fundamentally):
- ultimately
-
ultimately [ˈʌl·tə·mɪt·li] ΕΠΊΡΡ
1. ultimately (in the end):
- ultimately
-
2. ultimately (fundamentally):
- ultimately
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.