Oxford Spanish Dictionary
ugly <uglier, ugliest> [αμερικ ˈəɡli, βρετ ˈʌɡli] ΕΠΊΘ
1. ugly (not pretty):
στο λεξικό PONS
ugly <-ier, iest> [ˈʌgli] ΕΠΊΘ
1. ugly (not attractive):
2. ugly (angry):
- ugly look
-
4. ugly (harsh):
ugly <-ier, iest> [ˈʌg·li] ΕΠΊΘ
1. ugly (not attractive):
2. ugly (angry):
- ugly look
-
4. ugly (harsh):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.