Oxford Spanish Dictionary
sown [αμερικ soʊn, βρετ səʊn] παρελθ part sow
I. sow1 <παρελθ sowed, μετ παρακειμ sowed or sown> [αμερικ soʊ, βρετ səʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. sow (plant):
I. sow1 <παρελθ sowed, μετ παρακειμ sowed or sown> [αμερικ soʊ, βρετ səʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. sow (plant):
στο λεξικό PONS
sown [səʊn, αμερικ soʊn] ΡΉΜΑ
sown μετ παρακειμ of sow
sown [soʊn] ΡΉΜΑ
sown μετ παρακειμ of sow
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.