Oxford Spanish Dictionary
consumption [αμερικ kənˈsəm(p)ʃ(ə)n, βρετ kənˈsʌm(p)ʃ(ə)n] ΟΥΣ U
1.1. consumption (eating, drinking):
1.2. consumption (use):
1.3. consumption ΟΙΚΟΝ:
-
- consumo αρσ
2. consumption (tuberculosis):
- consumption παρωχ
-
- consumption παρωχ
-
στο λεξικό PONS
petrol consumption ΟΥΣ χωρίς πλ αυστραλ, βρετ
consumption [kən·ˈsʌm(p)·ʃən] ΟΥΣ χωρίς πλ
1. consumption (using (up)):
2. consumption:
4. consumption χωρίς πλ ΙΑΤΡ, ΙΣΤΟΡΊΑ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- petrification
- petrified
- petrify
- petrifying
- petrochemical
- petrol consumption
- petrol engine
- petroleum
- petroleum jelly
- petrol gauge
- petrology