Oxford Spanish Dictionary
alcohólico1 (alcohólica) ΕΠΊΘ
1. alcohólico:
2. alcohólico persona:
- alcohólico (alcohólica)
-
alcohólico2 (alcohólica) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- alcohólico (alcohólica)
-
στο λεξικό PONS
alcohólico (-a) ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- alcohólico (-a)
-
alcohólico (-a) [al·ˈko·li·ko/al·ko·ˈo·li·ko, -a] ΕΠΊΘ ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- alcohólico (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.