Oxford Spanish Dictionary
 
  
 inherent [αμερικ ɪnˈhɪrənt, ɪnˈhɛrənt, βρετ ɪnˈhɪər(ə)nt, ɪnˈhɛr(ə)nt] ΕΠΊΘ
inherent feature/quality:
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
