Oxford Spanish Dictionary
fully fledged [αμερικ ˈfʊliˈflɛdʒd, βρετ ˈfʊlɪˌflɛdʒd] ΕΠΊΘ βρετ
fully fledged → full-fledged
fully [αμερικ ˈfʊli, βρετ ˈfʊli] ΕΠΊΡΡ
1.1. fully (completely):
1.2. fully (in full):
στο λεξικό PONS
fully [ˈfʊli] ΕΠΊΡΡ
1. fully (completely):
2. fully (in detail):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.