Oxford Spanish Dictionary
electric [αμερικ əˈlɛktrɪk, βρετ ɪˈlɛktrɪk] ΕΠΊΘ
1. electric:
2. electric performance/personality:
στο λεξικό PONS
electric [ɪ·ˈlek·trɪk] ΕΠΊΘ
1. electric ΗΛΕΚ:
2. electric μτφ:
- electric atmosphere
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.