Oxford Spanish Dictionary
currency <pl currencies> [αμερικ ˈkərənsi, βρετ ˈkʌr(ə)nsi] ΟΥΣ
1.1. currency ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ C or U (type of money):
στο λεξικό PONS
currency <-ies> [ˈkʌrənsi, αμερικ ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. currency ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
currency <-ies> [ˈkɜr·ən·si] ΟΥΣ
1. currency ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.