Oxford Spanish Dictionary
courtesy <pl courtesies> [αμερικ ˈkərdəsi, βρετ ˈkəːtɪsi] ΟΥΣ
1. courtesy U (politeness):
car [αμερικ kɑr, βρετ kɑː] ΟΥΣ
1. car ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.