Oxford Spanish Dictionary
sunny <sunnier sunniest> [αμερικ ˈsəni, βρετ ˈsʌni] ΕΠΊΘ
1. sunny:
2. sunny (good-humored):
- intermittently sunny
-
- intermittently sunny
-
- a gorgeously sunny day
-
- she was affectionately nicknamed Sunny
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.