στο λεξικό PONS
eco·nom·ics [ˌi:kəˈnɒmɪks, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΟΥΣ + ενικ ρήμα
1. economics:
2. economics (economic aspects):
wel·fare [ˈwelfeəʳ, αμερικ -fer] ΟΥΣ no pl
1. welfare (state of health, happiness):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
welfare economics ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
economics ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
economics ΟΥΣ ΤΜΉΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
economics
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.