στο λεξικό PONS
 
 I. ve·loc·ity [vɪˈlɒsəti, αμερικ vəˈlɑ:sət̬i] ΟΥΣ τυπικ
II. ve·loc·ity [vɪˈlɒsəti, αμερικ vəˈlɑ:sət̬i] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
-  velocity
 -  
 
 
 -  
 -  velocity
 
-  
 -  rotational velocity
 
-  
 -  angular velocity
 
-  
 -  mean velocity ειδικ ορολ
 
-  
 -  terminal velocity
 
-  
 -  velocity of propagation
 
-  
 -  initial velocity
 
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 income velocity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  income velocity
 -  
 
velocity of money ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
velocity of circulation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
 
 Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
velocity [vɪˈlɒsəti], stream velocity ΟΥΣ
-  velocity
 -  
 
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
current velocity
-  current velocity
 -  
 
blood flow velocity ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
 velocity ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
-  velocity
 -  
 
effective velocity traffic flow, transport safety
-  effective velocity
 -  
 
 
 -  
 -  effective velocity
 
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
-  
 -  gas velocity
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.