στο λεξικό PONS
inter·sec·tion [ˌɪntəˈsekʃən, αμερικ ˈɪnt̬ɚˌsekʃən] ΟΥΣ
1. intersection (crossing of lines):
2. intersection αμερικ, αυστραλ (junction):
3. intersection Η/Υ:
I. ro·tary [ˈrəʊtəri, αμερικ ˈroʊt̬ɚi] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. ro·tary [ˈrəʊtəri, αμερικ ˈroʊt̬ɚi] ΟΥΣ
1. rotary ΤΕΧΝΟΛ:
2. rotary αμερικ, καναδ ΜΕΤΑΦΟΡΈς:
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
intersection ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- rostrum
- rosulate
- rosy
- rosy-cheeked
- rot
- rotary intersection
- rotary island
- rotary piston pump
- rota system
- rotate
- rotating