pet·ty-ˈmind·ed ΕΠΊΘ μειωτ
klein·geis·tig ΕΠΊΘ μειωτ
I. klein·ka·riert ΕΠΊΘ
1. kleinkariert (mit kleinen Karos) → kariert
2. kleinkariert οικ (engstirnig):
II. klein·ka·riert ΕΠΊΡΡ
I. ka·riert [kaˈri:rt] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- petting
- petting zoo
- pettish
- pettishly
- petty
- petty-minded
- petty officer
- petulance
- petulant
- petulantly
- petunia