στο λεξικό PONS
over·ˈdue ΕΠΊΘ usu κατηγορ
1. overdue (late):
2. overdue (late according to biological cycle):
- overdue period, baby
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
overdue ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
overdue payments ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.