στο λεξικό PONS
ˈliv·er com·plaint ΟΥΣ
com·plaint [kəmˈpleɪnt] ΟΥΣ
1. complaint (expression of displeasure):
2. complaint ΝΟΜ (claim):
3. complaint ΕΜΠΌΡ, ΝΟΜ:
4. complaint (illness):
I. liv·er1 [ˈlɪvəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ ΜΑΓΕΙΡ, ΑΝΑΤ
II. liv·er1 [ˈlɪvəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ modifier ΙΑΤΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
complaint ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Reklamation θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- live line tester
- livelong
- lively
- liven
- liveness
- liver complaint
- liver fluke disease
- liveried
- liverish
- liver paste
- liver pâté