στο λεξικό PONS
in·fec·tious [ɪnˈfekʃəs] ΕΠΊΘ
1. infectious αμετάβλ (transmissible):
2. infectious μτφ (likely to influence):
dis·ease [dɪˈzi:z] ΟΥΣ
1. disease ΙΑΤΡ:
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
infectious disease [ɪnˈfekʃəsdɪˌziːz] ΟΥΣ
non-infectious disease
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- infarction
- infatuated
- infatuation
- infeasible
- infect
- infectious disease
- infectiousness
- infective
- infelicitous
- infelicity
- infer