στο λεξικό PONS
du·ti·able [ˈdju:tiəbl̩, αμερικ ˈdu:t̬i-, ˈdju:t̬i-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
prod·uct [ˈprɒdʌkt, αμερικ ˈprɑ:-] ΟΥΣ
1. product (sth produced):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
dutiable product ΟΥΣ handel
dutiable ΕΠΊΘ handel
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Dutch courage
- Dutch elm disease
- Dutch guilder
- Dutchman
- Dutch method
- dutiable product
- dutiful
- dutifully
- duty
- duty-bound
- duty call