durned [αμερικ dʌrnd] ΕΠΊΡΡ esp αμερικ σπάνιο
durned → darn
I. darn2 [dɑ:n, αμερικ dɑ:rn] οικ ΕΠΙΦΏΝ
II. darn2 [dɑ:n, αμερικ dɑ:rn] οικ ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.