στο λεξικό PONS
cyc·li·cal [ˈsaɪklɪkəl, ˈsɪk-] ΕΠΊΘ
1. cyclical (occurring in cycles):
2. cyclical ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
un·em·ploy·ment [ˌʌnɪmˈplɔɪmənt] ΟΥΣ no pl
1. unemployment (state):
2. unemployment (rate):
3. unemployment αμερικ (unemployment insurance):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cyclical unemployment ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- konjunkturelle Arbeitslosigkeit ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
unemployment ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
cyclical ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.