I. claus·tro·pho·bic [ˌklɔ:strəˈfəʊbɪk, αμερικ ˌklɑ:strəˈfoʊ-] ΕΠΊΘ
II. claus·tro·pho·bic [ˌklɔ:strəˈfəʊbɪk, αμερικ ˌklɑ:strəˈfoʊ-] ΟΥΣ
- claustrophobic
- jd, der unter Klaustrophobie leidet
-
- claustrophobic
-
- claustrophobic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.