στο λεξικό PONS
dili·gent·ly [ˈdɪlɪʤəntli] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
due diligence system ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
due diligence law ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
due diligence agreement ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.