στο λεξικό PONS
amen·ity [əˈmi:nəti, αμερικ əˈmenət̬i] ΟΥΣ
1. amenity (facilities):
2. amenity no pl (pleasantness):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
amenity ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
amenity value land use, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.