στο λεξικό PONS
kro·ne <pl kroner> [ˈkreʊnə, αμερικ ˈkroʊ-] ΟΥΣ
I. Nor·we·gian [nɔ:ˈwi:ʤən, αμερικ nɔ:rˈ-] ΟΥΣ
2. Norwegian no pl (language):
II. Nor·we·gian [nɔ:ˈwi:ʤən, αμερικ nɔ:rˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. pl ΓΛΩΣΣ ΟΥΣ modifier
pl → plural
-
- Pluralendung θηλ
I. plu·ral [ˈplʊərəl, αμερικ ˈplʊrəl] ΟΥΣ
II. plu·ral [ˈplʊərəl, αμερικ ˈplʊrəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. plural ΓΛΩΣΣ:
2. plural (pluralistic):
3. plural (multiple):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- northwest
- north-westerly
- north-western
- Northwestern Uplands
- Northwest Territories
- Norwegian krone (pl. kroner)
- Norwegian krone Norwegian krone pl. kroner
- nos
- nose
- nose about
- nose ahead