στο λεξικό PONS
Breit·sei·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Breitseite ΝΑΥΣ:
2. Breitseite (scharfe Attacke):
3. Breitseite (kürzere Seite):
Start·sei·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΔΙΑΔ
Va·kat·sei·te [ˈva:kat-] ΟΥΣ θηλ ΤΥΠΟΓΡ
Front·sei·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ
De·bet·sei·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.